- ενδοτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που έχει διάθεση να υποχωρήσει, ο υποχωρητικός.2. που εκφράζει παραχώρηση: Ενδοτικές προτάσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδοτικός — ή, ό (AM ἐνδοτικός, ή, όν) υποχωρητικός, έτοιμος να ενδώσει νεοελλ. «ενδοτική πρόταση» δηλώνει παραχώρηση ή ομολογία αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἐνδοτικόν φαρμακευτικό σκεύασμα … Dictionary of Greek
ἐνδοτικώτερον — ἐνδοτικός yielding adverbial comp ἐνδοτικός yielding masc acc comp sg ἐνδοτικός yielding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοτικόν — ἐνδοτικός yielding masc acc sg ἐνδοτικός yielding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοτικοῖς — ἐνδοτικός yielding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοτικῇ — ἐνδοτικός yielding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοτική — ἐνδοτικός yielding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοτικήν — ἐνδοτικός yielding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοτικῶς — ἐνδοτικός yielding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek